- λιμεναρχείο
- το1. το κατάστημα όπου είναι εγκατεστημένη η λιμενική αρχή2. η αρχή που διοικεί τον λιμένα, η λιμενική αρχή·[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμενάρχης. Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τ. λιμεναρχεῖον από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.